- χωρατατζής
- ο , χωρατατζού η балагур, шутни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωρατατζής — ο θηλ. χωρατατζού αστειολόγος, αυτός που συνηθίζει να λέει αστεία: Πολύ χωρατατζής είναι ο αδελφός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρατατζής — ο, θηλ. χωρατατζού, Ν άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. τζής* (πρβλ. καφε τζής, πλακα τζής)] … Dictionary of Greek
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
μέτωρος — η, ο αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το επίθ. μετέωρος (με συναίρεση τής β συλλαβής), ενώ κατ άλλη άποψη από μετά + ώρα, χωρατό ανούσιο επειδή δεν λέγεται στην ώρα του] … Dictionary of Greek
παιχνιδιάρης — και παιγνιδιάρης, α και ισσα, ικο 1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με παιχνίδια, εύθυμος, χωρατατζής 2. αυτός που τού αρέσουν τα ερωτικά παιχνίδια, οι ερωτοτροπίες, ερωτύλος («παιχνιδιάρα γυναίκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι / παιγνίδι + κατάλ … Dictionary of Greek
πλακατζής — ο, θηλ. ού, Ν [πλάκα] αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής … Dictionary of Greek
χωρατεύω — Ν 1. λέω χωρατά, είμαι χωρατατζής 2. (κυριολ. και μτφ.) αστειεύομαι 3. φρ. α) «ο καιρός σήμερα δεν χωρατεύει» μτφ. ο καιρός είναι πολύ άσχημος β) «δεν χωρατεύει το κρύο» επικρατεί δριμύ κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί μέσω αρχικού τ.… … Dictionary of Greek
αστείος, -α — ο επίρρ. α 1. αυτός που με λόγια ή πράξεις προκαλεί γέλιο, ευτράπελος, χωρατατζής: Πολύ αστείος τύπος ο φίλος σου. 2. γελοίος: Είσαι πολύ αστείος με αυτό το ντύσιμο. 3. ασήμαντος, ανάξιος λόγου: Αστεία υπόθεση αυτή. 4. το ουδ. ως ουσ., αστείο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)